Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασκιαζω
κατασκιάζω
κατα-σκιάζω
(fut. κατασκιάσω - атт. κατασκιῶ)
; 1) осенять, покрывать тенью
ex. (καρπὸς κατασκιαζόμενος Plut.)
; 2) укреплять в виде навеса
ex. (τὸ ἱλαστήριον NT.)
λαβὼν ὑφάσματα, κατεσκίαζε Eur. — взяв ткани, он сделал (из них) навес
; 3) покрывать
ex. (πάντα σαρξὴ ἄνωθεν Plat.)
; 4) засыпать, осыпать
ex. (βελέεσσι Τιτῆνας Hes. - in tmesi)
κ. κόνει Soph. — засыпать прахом, хоронить