Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσεικω
{*}προσείκω
προσ-είκω
(pf. προσέοικα - атт. προσεῖκα - inf. προσεικέναι; part. προσεικώς; дор. ppf. ποτῴκειν)
; 1) быть схожим, походить
ex. {. τινί τι Arph., Plat., κατά τι Arst. и εἴς τι Plut. — походить на кого-л. чем-л.;
Ἀλκήστιδι προσήϊξαι (pf. pass.) δέμας Eur. — ты станом похожа на Алкестиду
; 2) казаться
ex. (ποιεῖν τι Dem.)
; 3) подходить, подобать
ex. οὐκ ἐμοὴ προσεικότα Soph. — то, что мне не пристало