Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υγιαζω
ὑγιάζω
ὑγιάζω (ῡ) лечить, вылечивать, исцелять (τοὺς κάμνοντας Arst.);
pass. выздоравливать, aor. pass. ὑγιασθῆναι быть здоровым Plat., Arst.:
ὑγιασθεὶς ἐκ τοῦ τραύματος Polyb. поправившийся от раны.