Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χαυλιοδων
χαυλιόδων
χαυλι-όδων
I.
-όδοντος adj.
; 1) с выдающимися клыками или бивнями
ex. (κάπρος Hes.; τὸ τῶν ὑῶν γένος Arst.)
; 2) выступающий вперед, выдающийся
ex. (ὀδόντες Her., Arst.)
II.
-όδοντος ὁ длинный клык, бивень Her., Arst.