Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαποντιος
διαπόντιος
δια-πόντιος
adj.=2 2
; 1) заморский
ex. (γᾶ Aesch.; πόλεμος Thuc. Polyb., Plut.; στρατεία Xen., Plut.; σύμμαχοι Diod.)
; 2) отправляющийся за море
ex. (δ. πέταται Plut.)
πλευσοῦμαι δ. - v. l. βασεῦμαι - Theocr. — я поплыву за море