Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεστοω
μεστόω
; 1) наполнять ex. (τὸ ὄστρακόν τινος Arst.); med.-pass. наполняться, перен. напиваться
ex. (γλεύκους NT.)
; 2) преисполнять
ex. (τινα ὀργῆς Soph.; μεστοῦσθαι ὕβρεώς τε καὴ ἀδικίας Plat.)