Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταισχυνω
καταισχύνω
κατ-αισχύνω
; 1) позорить, пятнать, покрывать позором
ex. (πατέρων γένος Hom.; τέν φύσιν τινός Soph.; τέν πατρίδα Arph.; τοὺς προγόνους Plat.; τὸν δόξῃ καὴ λόγῳ πατέρα Plut.; τέν κεφαλήν τινος NT.)
; 2) осквернять
ex. (δαῖτα Hom.)
; 3) бесчестить
ex. (τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.; παρθενίαν Plut.)
; 4) (по)срамить
ex. (τοὺς σοφούς NT.)
; 5) med.-pass. совеститься, стыдиться, бояться
ex. (τὰ θνητῶν γένεθλα, θεούς Soph.)
μέ καταισχυνθῆναι, ὅπως μέ δόξει, ἂν μέ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς εἶναι Thuc. — (я прошу старших годами) не бояться прослыть робкими, если они не будут голосовать за войну