Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπεκκαυμα
ὑπέκκαυμα
ὑπ-έκκαυμα
-ατος τό
; 1) зажигательный материал, растопка
ex. ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. — смазанный легко воспламеняющимся асфальтом;
ὑ. τῆς φλογός Plut. — горючий материал
; 2) перен. возбудитель
ex. (ἔρωτος οὐδέν ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.)