Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
χρεωφειλετης
χρεωφειλέτης
χρε-ωφειλέτης
-ου
ὁ
должник
ex. (χιλίων καὴ τριακοσίων ταλάντων
Plut.
; δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι
NT.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,