Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποθηκη
ὑποθήκη
ὑπο-θήκη
ἡ
; 1) наставление, назидание, совет
ex. (αἱ Ἡσιόδου καὴ Θεόγνιδος ὑποθῆκαι Isocr.)
ἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. — он последовал советам Креза
; 2) заклад, залог
ex. τοῖς δανεισταῖς τὰς ὑποθήκας παρέχειν Dem. — вносить заимодавцам залог;
ὑποθήκης γενομένης τῆς τιμῆς τινος Arst. — при внесении залога в размере стоимости чего-л.