Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αστραπη
ἀστραπή
ἀστρᾰπή
дор. Soph. ἀστρᾰπά ἡ
; 1) молния Her. etc.
ex. ἀ. φαίνεται πρότερον τῆς βροντῆς Arst. — молния видна раньше, чем слышится гром
; 2) сияние, свет ex. (λαμπάδων Aesch.; ἀπὸ ἀνατολῶν NT.); сверкание
ex. (τῶν ὀμμάτων Soph.)
βλέπειν ἀστραπάς Arph. — сверкать глазами