Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαβεβαιοομαι
διαβεβαιόομαι
δια-βεβαιόομαι
; 1) решительно утверждать
ex. (τι Arst. и περί τινος Polyb., Plut., γεγονέναι τι Diod. и γενέσθαι τι Plut.)
; 2) настойчиво рекомендовать, подчеркивать
ex. (καθάπερ ἐδίδαξα καὴ διεβεβαιωσαίμην ἄν Dem.)