Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταλαγχανω
μεταλαγχάνω
μετα-λαγχάνω
(fut. μεταλήξομαι)
; 1) принимать участие, участвовать
ex. (πολέμου καὴ μάχης Plat.)
; 2) получать в удел
ex. μ. τύχας Οἰδιπόδα μέρος Eur. — разделять судьбу Эдипа
; 3) быть причастным, обладать
ex. (δίκης καὴ θέμιδος Plut.)