Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μικρολογεομαι
μικρολογέομαι
μῑκρο-λογέομαι
говорить о пустяках, спорить о мелочах
ex. (ἐγὼ δ΄ ἥκω οὐ μικρολογησόμενος Lys.)
μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. — беспокоить бегов по пустякам;
μ. περὴ πάντα Plut. — заниматься всякими мелочами