Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταδιωκω
μεταδιώκω
μετα-διώκω
; 1) преследовать
ex. (τοὺς ἄλλους, sc. πολεμίους Xen.)
; 2) гоняться, искать
ex. (τιμωρίαν Plat.; τέρψεις Diod.)
; 3) выслеживать, исследовать
ex. (τὰς αἰτίας πρώτας Plat.)
; 4) догонять, нагонять
ex. (ἀναπηδήσας ἐπὴ τὸν ἵππον, μετεδίωκε τὸν πατέρα Xen.)