Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μιαινω
μιαίνω
(aor. ἐμίᾱνα - эп.-ион. ἐμίηνα, pf. μεμίαγκα; pass.: fut. μιανθήσομαι, aor. ἐμιάνθην - эп. 3 л. pl. μιάνθησαν - и μιάνθην, pf. μεμίασμαι - поздн. μεμίαμμαι)
; 1) окрашивать, красить
ex. (ἐλέφαντα φοίνικι Hom.)
; 2) пачкать, грязнить, марать
ex. (βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρόν Aesch.; τοὺς βωμοὺς αἵματι Plat.)
; 3) перен. марать, пятнать, осквернять
ex. (εὔφημον ἦμάρ τινι Aesch.; κλέος πατρός Eur.; τὸ θεῖον Plat.)