Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπρεπως
ἐκπρεπῶς
ἐκ-πρεπῶς
; 1) великолепно, превосходно, отлично
ex. (κεκοσμημένη πόλις Polyb.)
; 2) чрезвычайно
ex. (ἀγαπώμενος καὴ τιμώμενος ὑπό τινος Plut.)
; 3) со всей решительностью
ex. (ἐπιστρατεύειν Thuc.)