Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χειροηθης
χειροήθης
χειρο-ήθης adj=2 2
; 1) прирученный, ручной, смирный (κροκόδειλος Her.; πῶλος Xen.; λέων Diod.; χειριήθη τινὰ ποιεῖν ἑαυτῷ Dem.);
; 2) привыкший, освоившийся (τοῖς πόνοις Plut.):
χ. τῇ ὕβρει Luc. привыкший сносить обиды;
; 3) привычный, обычный:
τὰ φαινόμενα δεινὰ ποιεῖσθαι τῇ διανοίᾳ χειριήθη Plut. освоиться с тем, что казалось страшным;
τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγένοντο χειροήθη καὶ κοῦφα Plut. оружие становилось удобным и легким.