Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταρριπτω
μεταρρίπτω
μετα-ρρίπτω
; 1) досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать
ex. (τὰ καλῶς πεπηγότα Dem.; τέν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.)
; 2) уводить, переводить
ex. (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τέν Ῥωμαίων Polyb.)