Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπεμπω
ἐπιπέμπω
ἐπι-πέμπω
; 1) (еще, также) слать, посылать
ex. (ἀγγελίας Her.; ὠφελίαν πρὸς τὸ στράτευμα Thuc.; σιτία Arph.; τοῖς συμμάχοις τὰς βοηθείας Plut.)
; 2) (еще) ниспосылать, даровать
ex. (χάριν Pind. - in tmesi)
; 3) (еще) насылать
ex. (ὄνειρον Her.; κινδύνους τινί Lys.; δεσμοὺς καὴ θανάτους Plat.)
; 4) (об убийцах) подсылать
ex. (τινά τινι Plut.)