Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
νυσσω
νύσσω
атт. νύττω
; 1) колоть, поражать
ex. (τινὰ ξίφεσιν τε καὴ ἔγχεσιν Hom.; λόγχῃ τέν πλευράν NT.)
; 2) ударять, бить
ex. (ἀσπίδα χείρεσσι Hom.; χθόνα χηλῇσι Hes.; θυρεούς ἐγχειριδίοις Plut.)
; 3) толкать, подталкивать
ex. (τινὰ ἀγκῶνι Hom.; σῶμα νυττόμενον ἀπὸ τῇς ψυχῆς Plut.)
; 4) отражать, опровергать
ex. (γνωμιδίῳ γνώμην Arph.)