Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απαριθμεω
ἀπαριθμέω
ἀπ-ᾰριθμέω
; 1) пересчитывать, учитывать
ex. (ὄχλον Xen.; πάντα Plut.)
; 2) отсчитывать, платить
ex. (χρήματα διπλάσια Xen.)
; 3) перечислять
ex. (τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.)
; 4) пересказывать, рассказывать
ex. (τοὺς τυχόντας μύθους Arst.)