Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφαλλομαι
ἀφάλλομαι
ἀφ-άλλομαι
; 1) спрыгивать, соскакивать
ex. (ἐκ νεώς Aesch.; ἐπὴ τέν κεφαλήν τινος Arph.; τοῦ ἵππου, v. l. ἀφ΄ ἵππου Plut.)
; 2) подпрыгивать, подскакивать
ex. (τῆς γῆς Plut.)
; 3) отскакивать, быть отражаемым
ex. (φῶς ἀπὸ φωτὸς ἀφαλλόμενον Plut.)
τὰ πίπτοντα καὴ ἀφαλλόμενα ὁμοίας γωνίας ποιεῖ Arst. — углы падения равны углам отражения