Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μειοω
μειόω
; 1) уменьшать, убавлять ex. (τὸ χωρίον Polyb.); pass. убавляться
ex. (σελήνη μειουμένη Arst.)
τέν διάνοιαν μειοῦσθαι Xen. — слабеть разумом
; 2) умерять, делать реже
ex. (τέν ἄγαν κάθαρσιν Xen.)
; 3) преуменьшать, принижать
ex. (τὰ τῶν πολεμίων Xen.)