Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασχολαζω
κατασχολάζω
κατα-σχολάζω
; 1) медлить, тянуть
ex. ἐάν μοι τοῦ χρόνου δοκῆτέ τι κ. Soph. — если мне покажется, что вы долго задерживаетесь
; 2) тратить время, проводить праздно
ex. (ἐν ἀγρῷ τὸ πλεῖστον τοῦ χρόνου Plut.)