Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμμελως
ἐμμελῶς
ἐμ-μελῶς
ион. ἐμμελέως
; 1) стройно, слаженно
ex. (ὁ μὲν ἐ., ὁ δὲ πλημμελῶς κινεῖται Plat.; ἐ. καὴ μουσικῶς Arst.)
; 2) надлежащим образом, как подобает, умеренно
ex. (δαπανῆσαι μεγάλα Arst.; χρῆσθαί τινι Plut.)
; 3) удачно, метко
ex. (λεγόμενα Plut.)
; 4) кстати
ex. (ποιεῖν τι Plut.)
; 5) сдержанно, скромно, благопристойно
ex. (παίζειν Arst.)
; 6) стойко, терпеливо
ex. (φέρειν τὰς τύχας Arst.)