Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μηρυομαι
μηρύομαι
дор. μᾱρύομαι
; 1) сворачивать, свертывать
ex. (νεὸς ἱστία Her.)
; 2) сматывать, свивать ex. (πείσματα, σχοίνους Anth.); med.-pass. виться
ex. (κισσὸς μαρύεται περί τι Theocr.)
; 3) разматывать
ex. (λίνον τῆς Ἀριάδνης Luc.)