Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κληρονομια
κληρονομία
κληρο-νομία
ἡ
; 1) участие в наследстве, наследование
ex. (κατὰ τέν ἀγχιστείαν Dem.; κατὰ γένος Arst.)
; 2) получение в удел
ex. τέν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν λαμβάνειν Arst. — получать название
; 3) наследие, удел, доля
ex. (οὐκ ἔχειν κληρονομίαν ἔν τινι NT.)