Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κρυπτω
κρύπτω
; 1) закрывать, покрывать, прикрывать ex. (κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.); pass. прикрываться
ex. (ὑπ΄ ἀσπίδι Hom.)
; 2) скрывать, укрывать, прятать
ex. (τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ΄ εἵματος Eur.; τέν ἀληθινέν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT.)
σύ μ΄ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ΄ ἄλσος Soph. — уведи меня с дороги и скрой в роще;
λόχμην κενώσας, ἔνθ΄ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. — покинув рощу, где мы скрывались;
pass. — скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.):
κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. — погружаться во что-л.;
κεκρυμμένη νάπη Soph. — укрытая долина
; 3) хоронить, погребать
ex. (γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.)
; 4) скрывать, утаивать
ex. (οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT.)
τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. — одно сказать, а другое утаить;
φάρμακα κεκρυμμένα Eur. — тайные снадобья