Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μναομαι
μνάομαι
I.
эп. (= μιμνήσκομαι)
; 1) думать, помышлять
ex. (ὀλοοῖο φόβοιο, φύγαδε, περὴ πομπῆς Hom.)
; 2) вспоминать
ex. (πατρίδος αἴης Hom.)
ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὴ ἐδωδέν μνωομένῳ Hom. — воспоминание о чем не дает мне ни спать, ни есть
II.
(только praes. и impf.)
; 1) (тж. μ. ἐαυτῷ Plut.) стремиться, домогаться, добиваться
ex. (ἀρχήν, βασιληῒην Her.; πόλεμον Plut.)
; 2) (тж. μ. γάμον Luc.) добиваться руки, свататься
ex. (μνάασθαι ἄκοιτιν Hom.)