Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
νομευς
νομεύς
-έως, эп. ῆος ὁ
; 1) пастух
ex. (Βοῶν ἀγέλης Xen.; προβάτων Arst.; βουκόλοι τε καὴ ποιμένες οἵ τε ἄλλοι νομεῖς Plat.)
; 2) податель
ex. (ἀγαθῶν Plat.)
; 3) pl. ребра судна, корабельный остов Her.