Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνθλιβω
συνθλίβω
συν-θλίβω (ῑ)
; 1) сжимать, стискивать, сдавливать (τι Arst. и τινά NT):
συνθλίβεσθαι ἐς στενόν Plut. быть зажатым в узкое место, быть стесненным;
; 2) сбивать, уплотнять (τὴν χαυνότητα τῆς χιόνος Plut.);
pass. густеть, твердеть (ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ Arst.).