Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καρχησιον
καρχήσιον
дор. καρχάσιον (χᾱ) τό
; 1) мор. верхний конец мачты, топ
ex. (πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.)
; 2) кархесий (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod.