Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασχετος
κατάσχετος
κατά-σχετος
adj.=2 2
(= κάτοχος)
; 1) сдержанный, скрытый, затаенный
ex. (κατάσχετόν τι καλύπτειν καρδίᾳ Soph.)
; 2) одержимый, преследуемый
ex. (τοῖς βακχικοῖς πάθεσιν Plut.; οἴστρῳ Anth.)