Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυσαπαλλακτος
δυσαπάλλακτος
δυσ-απάλλακτος
adj.=2 2
; 1) с трудом устранимый, неотвязный
ex. (ὀδύναι Soph.; πρόσταγμα Isocr.; ἔκστασις δ. καὴ ἀκίνητος Arst.; νόσος Plut.)
δ. γενέσθαι τῶν ἐμβρύων Arst. — иметь трудные роды
; 2) с трудом отговариваемый
ex. (ἀφ΄ ἑκάστου λόγου Plat.)