Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
απομετρεω
ἀπομετρέω
ἀπο-μετρέω
отмеривать
ex. (τοὺς δακτυλίους μεδίμνοις
Luc.
; ἀπομετρεῖται τετράγωνος τόπος
Polyb.
;
med.
μεδίμνῳ τὸ ἀργύριον
Xen.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,