Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χαμαιζηλος
χαμαίζηλος
χᾰμαί-ζηλος
I.
adj.=2 2
; 1) приземистый, низкий
ex. (φυτά Arst., Plut.; δίφρος Plut.)
τῇ ἡλικία χ. Luc. — малорослый
; 2) униженный
ex. (χαμαιπετές καὴ χ. Luc.)
II.
ὁ (sc. δίφρος) низкое сиденье, скамеечка
ex. (καθήμενος ἐπὴ χαμαζήλου τινός Plat.)