Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποικιζω
ἀποικίζω
ἀπ-οικίζω
; 1) выселять, переселять ex. (τινὰ Θρινακίην ἐς νῆσον Hom.; τινὰ ἐκ τόπων Soph.; δόμων τινά Eur.); pass. переселяться, эмигрировать
ex. (οἱ ἐκ τῆς πόλεως ἀπῳκισμένοι Plat.)
; 2) pass. быть удаленным, (далеко) находиться, помещаться
ex. (ἀποικισθῆναι εἰς τὸ μέσον τῶν ἐσχάτων Plat.; ἀπὸ πατρός Arst.)
; 3) селить в качестве колонистов, поселять
ex. (τινάς Isocr.)
; 4) заселять, колонизировать
ex. (δρυμοὺς ἐρήμους Aesch.; Ἐπίδαμνον πόλιν Thuc.; Τυρρηνίην Her.; πόλις ἀπῳκισμένη ὑπὸ Κορινθίων Plut.)