Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λειτουργεω
λειτουργέω
λειτ-ουργέω
атт. λῃτουργέω
; 1) (тж. λ. λειτουργίας Arst.) нести общественно-государственные повинности
ex. (πολλὰς λειτουργίας λελειτούργηκα ὑπὲρ τῆς πατρίδος Lys.)
τὰ λελῃτουργημένα Dem. — выполненные общественно-государственные повинности
; 2) нести службу, служить
ex. (τῇ πόλει Xen., Arst.; ἀνθρώπῳ τινί Arph., NT.)
; 3) совершать богослужение
ex. (τῷ κυρίῳ NT.)