Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταμελεια
μεταμέλεια
μετα-μέλεια
ἡ
; 1) пересмотр мнения, отмена решения
ex. (περί τινος Thuc.)
; 2) сожаление (о сделанном), раскаяние
ex. (τινος Plat. и περί τινος Thuc.)
μεταμελείας (или μεταμέλειαν Eur.) λαμβάνειν ἔκ τινος Thuc. — раскаиваться в чем-л.;
μ. ἔχει με Xen. — мной овладело раскаяние;
μ. τοῦ πεπραγμένου Plat. — раскаяние в совершенном