Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεθυω
μεθύω
(только praes. и impf.)
; 1) быть пьяным, быть в опьянении
ex. (ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. ὑπό τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.)
; 2) быть смоченным, пропитанным
ex. (ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.)
πληγαῖς μεθύων Theocr. — ошеломленный ударами
; 3) перен. упиваться
ex. (ἑκ τοῦ αἵματος NT.)