Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συμβολικος
συμβολικός
συμ-βολικός
I.
adj.=3 3
<σύμβολον> выражаемый жестами или символами
ex. (τὰ Αἰγυπτίων μυστικώτερα Luc.)
II.
adj.=3 3
<συμβολή> устраиваемый вскладчину, на общий счет
ex. (πρόποσις Anth.)