Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιπετάννυμι
περιπετάννῡμι
περι-πετάννῡμι и περιπεταννύω (fut. περιπετάσω, pf. pass. περιπεπέτασμαι и περιπέπταμαι)
; 1) распростирать, распускать (τὰ οἴναρα Xen.):
π. χέρα τινί Eur. обнимать кого-л.;
; 2) расстилать (φοινικίδας Aeschin.; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ἄκανθος Theocr.):
περιπεπετασμένος πορφύραν Diod. покрытый порфирой.