Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθευοω
καθεύοω
κᾰθ-εύοω
ион. κατεύδω (impf. καθηῦδον и ἐκάθευδον - эп. καθεῦδον, fut. καθευδήσω)
; 1) ложиться спать, засыпать
ex. ἔνθα καθεῦδε ἀναβάς Hom. — взойдя (на свое ложе, Зевс), лег там спать (или заснул)
; 2) спать
ex. (Ἀτρείδης καθεῦδε μυχῷ δόμου Hom.; ἐλάττω χρόνον κ. ἢ ἐγρηγορεῖν Arst.; οὐ καθευδητέον ἐν τῇ μεσημβρίᾳ Plat.; σὺ δ΄ οὖν κάθευδε Arph.)
; 3) «спать», бездействовать
ex. (οὐχ ὥρα ἐστὴν ἡμῖν κ. Plat.)
οὐ καθεύδουσιν χερί Aesch. — (враги) не дремлют;
κ. τὸν βίον Plat. — проспать (свою) жизнь;
ἐλπιδες οὔπω καθεύδουσιν Eur. — надежды еще не угасли;
κ. ἐᾶν τι Plat., Plut. — оставлять в покое, без внимания что-л., не прикасаться к чему-л.