Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρτυμα
ἄρτυμα
ἄρτῡμα
-ατος
τό
приправа
ex. (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι
Batr.
; βορᾶς ἀρτύματα
Soph.
;
ἡ
ἀνάπαυσις τῶν πόνων
ἄ.
ἐστι
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,