Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπεσσω
ἐκπέσσω
ἐκ-πέσσω
атт. ἐκπέττω
; 1) переваривать
ex. (ἡ τροφέ ἐκπέττεται Arst.)
; 2) (о животных) доводить до состояния зрелости ex. (ἐκπέψαι καὴ ξηρᾶναι τὸ κέρας Arst.); pass. распускаться ex. (ἐκπέττεται τὰ ἄνθη Arst.), высиживаться
ex. (ἐκπέττεται τὰ ᾠά Arst.) или рождаться, возникать (σκώληκες ἐκ τῆς γῆς ἐκπέττονται Arst.)