Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυσανακλητος
δυσανάκλητος
δυσ-ανάκλητος
adj.=2 2
; 1) которого трудно созвать или собрать
ex. (οἱ σποράδες καὴ δυσανάκλητοι πρός τι Plut.)
; 2) не поддающийся уговорам
ex. (δ. καὴ δυσπαρηγόρητος Plut.)