Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ναυστολεω
ναυστολέω
ναυ-στολέω
; 1) перевозить на корабле, везти с собою
ex. (δάμαρτα, τὰς ξυμφοράς Eur.; ἴδια ἐπικώμια Pind.)
; 2) править, управлять, направлять
ex. (τέν πόλιν Eur.)
τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς ; Arph. — куда направляешь ты крылья, т.е. свой полет?
; 3) плыть на корабле, ехать морем
ex. (ἐξ Ἰλίου Soph.; πρὸς οἴκους ἀπ΄ Ἰλίου Eur.)
; 4) проезжать
ex. (ἵπποισιν χθόνα Soph.)