Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασχηματιζω
κατασχηματίζω
κατα-σχηματίζω
; 1) одевать, наряжать: ex. (τὸ σχῆμα), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул)
; 2) образовывать, воспитывать
ex. (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ καλόν Plut.)