Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπεταννυμι
ἐκπετάννυμι
ἐκ-πετάννῡμι
; 1) распускать, распростирать
ex. (ἱστία Eur.; πτέρυγας Anth.)
ἐκπετάσας πᾶσι τοῖς ἀρμένοις Polyb. — на всех парусах;
ἐκπετάσας πώγωνα Luc. — распушив бороду
; 2) раскрывать
ex. (τὰ ὦτα ὥσπερ σκιάδειον Arph.)
; 3) раскидывать, расставлять
ex. (τὸ δίκτυον Her.)
; 4) pass. целиком предаваться
ex. ἐπὴ κῶμον ἐκπετασθείς Eur. — весь отдавшись разгулу